-
1 πολύδακρυς
πολύδακρυςof: masc /fem nom sg -
2 πολύδακρυς
A of or with many tears: hence,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πολύδακρυς
-
3 πολύδακρυς
πολύ-δακρυς and πολυδάκρυος: of many tears, tearful, deplorable, epith. of war, battle, etc., Il. 17.192.A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > πολύδακρυς
-
4 πολύδακρυς,-υος
A 0-0-0-0-1=1 3 Mc 5,25 -
5 πολυδάκρυος
πολύδακρυςof: masc /fem gen sgπολυδάκρυοςmasc /fem nom sg -
6 πολυδάκρυσιν
πολύδακρυςof: masc /fem dat pl -
7 πολύδακρυ
πολύδακρυςof: masc /fem voc sg -
8 πολύδακρυν
πολύδακρυςof: masc /fem acc sg -
9 γόος
γόος, ὁ,A weeping, wailing,σχέθε δ' ὄσσε γόοιο Od.4.758
; also of louder signs of grief, ib. 103;ἐρικλάγκταν γόον Pi.P.12.21
; ἀρίδακρυς γ., πολύδακρυς γ., A.Pers. 949 (lyr.), Ch. 449 (lyr.);γόους δακρύειν S. Aj. 579
; οἰκτρᾶς γ. ὄρνιθος, of the nightingale, ib. 629 (lyr.); γ. τινός grief for one, Q.S.3.644; so γόους πρὸς αὐτὴν [τούτων] θησόμεσθ', ἃ πάσχομεν for our sufferings, E.Or. 1121: in late Prose, LXX 3 Ma.1.18 (pl.), al. -
10 πόλεμος
A war, Il.1.61, etc. (the usual meaning in post-Homeric Greek); also, battle, fight, ib. 226, etc.; even of single combat, 7.174;πόλεμοί τε μάχαι τε 1.177
, 5.891;φυλόπιδος.. καὶ πολέμοιο 18.242
;ἀϋτήν τε πτόλεμόν τε 1.492
, cf. 14.37,96;π. καὶ δηϊοτῆτος 5.348
, etc.: periphr., νεῖκος, φύλοπις, ἔρις πολέμοιο, 13.271, 635, 17.253; π. ἄγριος, αἱματόεις, ἀργαλέος, ἀλίαστος, δακρυόεις, δήϊος, δυσηλεγής, δυσηχής, κακός, λευγαλέος, ὀϊζυρός, ὀκρυόεις, ὀλοός, ὁμοίιος, πευκεδανός, πολυᾶϊξ, πολύδακρυς, στυγερός, φθισήνωρ, ib. 737, 19.313, Od.24.531, Il.2.797, 5.737, 7.119, 20.154, 2.686, 1.284, 13.97, 3.112, 9.64 (leg. κρυόεντος), 3.133, 9.440, 10.8, 1.165, 3.165, 4.240, 9.604; π. Ἀχαιῶν, ἀνδρῶν, i.e. brought by them, 3.165, 24.8 (pl.), etc.;ὁ τῶν βαρβάρων π. Th.1.24
;Ἑλλήνων π. X.HG3.2.22
;ὁ παρὼν π. Κορινθίων Th.1.32
; ὁ μέλλων καὶ ὅσον οὐ παρὼν π. ib.36;ὁ πρὸς Δαρεῖον π. Hdt. 6.2
;ἀσχημοσύνῃ καὶ Ἔρωτι πρὸς ἀλλήλους ἀεὶ π. Pl.Smp. 196a
; Δωριακὸς π. Orac. ap. Th.2.54;ὁ Ἰωνικὸς π. Id.8.11
;ὁ Φωκικὸς π. Aeschin. 3.148
;π. Δεκελεικός Isoc.8.37
, 14.31;π. ξενικός Arist.Pol. 1272b20
;δουλικοὶ π. Ath.6.272f
;ἱερὸς π. Ar.Av. 556
, etc.; πόλεμον ἄρασθαι levy war, A.Supp. 342, cf. Ar.Ach. 913, etc.: c. dat.,ἢ τοῖσιν ἢ τοῖς π. αἴρεσθαι μέγαν A.Supp. 439
;π. ἄρασθαι πρός τινας X.Cyr.1.6.45
;π. θέσθαι τινί E.Or.13
;π. ἀναιρέεσθαι Hdt.5.36
, cf. D.1.7, etc.; π. κινεῖν, ἐγεῖραι, Th.6.34, Hdn.3.5.3;π. τοῖς ἔργοις ἐξενήνοχε D.11.20
, cf. Plu. 2.829e;ἐς π. καθίστασθαί τισι E.HF 1168
;π. ἐπαγαγεῖν Aeschin.3.140
;ἀγαγεῖν ἐπί τινας D.5.19
; π. ποιεῖν make war, Id.8.7; π. ποιεῖσθαι carry it on, X.An.5.5.24; π. καταλύεσθαι put an end to it, And.3.17, Th.6.36;ὁ π. ἀναπέπαυται X.Cyr.7.5.47
: prov., οὐ πόλεμον ἐπαγγέλλεις, i.e. that is good news, Pl.Lg. 702d, Phdr. 242b: in pl., Democr. 250, etc.;διὰ τὴν τῶν χρημάτων κτῆσιν πάντες οἱ π. ἡμῖν γίγνονται Pl. Phd. 66c
, cf. R. 460a, al.II personified, War, Battle,Ἀλαλὰ Πολέμου θύγατερ Pi.Fr.78
, cf. Ar. Pax 205; Π. πάντων μὲν πατήρ ἐστι,πάντων δὲ βασιλεύς Heraclit.53
;ὁ π. τῆς γενέσεως Dam.Pr. 423
.2 metaph. of womankind,πολυτελὴς π. Secund.Sent.8
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πόλεμος
-
11 ἰαχή
ἰᾰχ-ή, ἡ,A cry, shout, both of victor and vanquished, Il.15.396, etc.; wail, shriek, Od.11.43; also, a joyous sound,ἰαχὰ ὑμεναίων Pi.P.3.17
, cf. E.Tr. 337 (lyr., pl.);κροτάλων τυπάνων τε h.Hom.14.3
;αὐλῶν Lyr.Adesp.96
; (lyr.): in pl., generally, shouts of joy, Thgn.779, E.Ba. 149 (lyr.); but πολύδακρυς ἰ. A.Pers. 940, cf. E.El. 142, Ph. 1302 (all lyr.). ( ϝι-, cf. Il.4.456: a vowel is not elided before it in [dialect] Ep. exc. in h.Hom. 14.3, Hes.Th. 708, Sc. 404: Trag. only in lyr.; for the quantity cf. foreg.)
См. также в других словарях:
πολύδακρυς — of masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολύδακρυς — ο, η, ΝΜΑ 1. αυτός που συνοδεύεται, που χαρακτηρίζεται από πολλά δάκρυα, αυτός που συμβαίνει με πολλά δάκρυα, αυτός για τον οποίο χύνονται πολλά δάκρυα (α. «πολύδακρυς πόλεμος», Ομ. Ιλ. β. «πολύδακρυς μῆτις», Αριστοφ.) 2. γεμάτος δάκρυα, γεμάτος… … Dictionary of Greek
πολυδάκρυος — πολύδακρυς of masc/fem gen sg πολυδάκρυος masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολυδάκρυσιν — πολύδακρυς of masc/fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολύδακρυ — πολύδακρυς of masc/fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολύδακρυν — πολύδακρυς of masc/fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δάκρυ — Υγρό διαφανές των δακρυϊκών αδένων, αντίδρασης αλκαλικής, το οποίο χρησιμεύει για την ύγρανση του βολβού του οφθαλμού και την απομάκρυνση ξένων σωμάτων. Το δ. περιέχει νερό και ανόργανες ουσίες, κυρίως χλωριούχο νάτριο και μαγνήσιο, θειούχο και… … Dictionary of Greek
πολυδάκρυος — ον, Α πολύδακρυς* … Dictionary of Greek
πολυδάκρυτος — η, ο / πολυδάκρυτος, ον, ΝΜΑ ο πολύδακρυς. επίρρ... πολυδακρύτως, Α με πολλά δάκρυα, με πολλούς θρήνους. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + δάκρυτος (< δακρύω), πρβλ. αξιο δάκρυτος] … Dictionary of Greek
ԲԱԶՄԱՐՏՕՍՐ — ( ) NBH 1 417 Chronological Sequence: Unknown date ա. πολύδακρυς lacrimosus Որ բազում արտօսր կամ անչափ արտասուս հեղու. շատ արցունք թափօղ. *Ոչ կանանց եւ ոչ արանց հրամայեցաւ բազմարտօսր լինել. Բրս. գոհ … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)