Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

πολύδακρυς ἰ

См. также в других словарях:

  • πολύδακρυς — of masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολύδακρυς — ο, η, ΝΜΑ 1. αυτός που συνοδεύεται, που χαρακτηρίζεται από πολλά δάκρυα, αυτός που συμβαίνει με πολλά δάκρυα, αυτός για τον οποίο χύνονται πολλά δάκρυα (α. «πολύδακρυς πόλεμος», Ομ. Ιλ. β. «πολύδακρυς μῆτις», Αριστοφ.) 2. γεμάτος δάκρυα, γεμάτος… …   Dictionary of Greek

  • πολυδάκρυος — πολύδακρυς of masc/fem gen sg πολυδάκρυος masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολυδάκρυσιν — πολύδακρυς of masc/fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολύδακρυ — πολύδακρυς of masc/fem voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολύδακρυν — πολύδακρυς of masc/fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δάκρυ — Υγρό διαφανές των δακρυϊκών αδένων, αντίδρασης αλκαλικής, το οποίο χρησιμεύει για την ύγρανση του βολβού του οφθαλμού και την απομάκρυνση ξένων σωμάτων. Το δ. περιέχει νερό και ανόργανες ουσίες, κυρίως χλωριούχο νάτριο και μαγνήσιο, θειούχο και… …   Dictionary of Greek

  • πολυδάκρυος — ον, Α πολύδακρυς* …   Dictionary of Greek

  • πολυδάκρυτος — η, ο / πολυδάκρυτος, ον, ΝΜΑ ο πολύδακρυς. επίρρ... πολυδακρύτως, Α με πολλά δάκρυα, με πολλούς θρήνους. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + δάκρυτος (< δακρύω), πρβλ. αξιο δάκρυτος] …   Dictionary of Greek

  • ԲԱԶՄԱՐՏՕՍՐ — ( ) NBH 1 417 Chronological Sequence: Unknown date ա. πολύδακρυς lacrimosus Որ բազում արտօսր կամ անչափ արտասուս հեղու. շատ արցունք թափօղ. *Ոչ կանանց եւ ոչ արանց հրամայեցաւ բազմարտօսր լինել. Բրս. գոհ …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»